- γιδοτόπι
- το , γιδότοπος ο козье пастбище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιπόλιον — αἰπόλιον, το (Α) [αἰπόλος] 1. αγέλη αιγών 2. μέρος όπου βόσκουν κατσίκες, γιδοβοσκή, γιδοτόπι … Dictionary of Greek